νύστα

νύστα
η
η διάθεση για ύπνο, νυσταγμό, ο νυσταγμός: Δε σε βλέπω από τη νύστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νύστα — η διάθεση για ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ννστάζω (πρβλ. σταλάζω: στάλα)] …   Dictionary of Greek

  • νυστάσαι — νυστά̱σᾱͅ , νυστάζω to be half asleep fut part act fem dat sg (doric) νυστάζω to be half asleep aor inf act νυστάσαῑ , νυστάζω to be half asleep aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύσταλος — νύσταλος, ον (Α) νυσταλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυστα τού νυστάζω + κατάλ. λος (πρβλ. νυστα λέος)] …   Dictionary of Greek

  • ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο …   Dictionary of Greek

  • αντίμολπος — ἀντίμολπος, ον (Α) [μολπή] 1. αυτός που ηχεί διαφορετικά 2. φρ. «ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς κωκυτόν» ξέσπασε σε θρήνο αντί σε χαρούμενο κλάμα «ὕπνου τόδ ἀντίμολπον... ἄκος» τραγούδι που διώχνει τη νύστα …   Dictionary of Greek

  • βασίλεμα — το (Μ βασίλευμα) (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) δύση, γέρμα νεοελλ. 1. το έσχατο σημείο, το τέλος 2. φρ. «βασίλεμα των ματιών» η απώλεια της ζωηρότητας των ματιών από νύστα ή αρρώστια …   Dictionary of Greek

  • βασιλεύω — (AM βασιλεύω) Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς 2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ 3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση μσν. νεοελλ. 1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • γλάρα — η [γλαρός] 1. γαλήνη, νηνεμία 2. τάση για ύπνο, νύστα …   Dictionary of Greek

  • γλάρωμα — το [γλαρώνω] 1. τάση για ύπνο, νύστα 2. πληθ. τα γλαρώματα τα σκέρτσα, τα λιγώματα …   Dictionary of Greek

  • επινύσταξις — ἐπινύσταξις, ἡ (Α) [επινυστάζω] νύστα, νυσταγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”